- ιπποτισμός
- Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν έφιπποι στον στρατό έπρεπε να έχουν ορισμένη περιουσία. Έτσι, στην αρχαία Αθήνα οι ιππείς αποτελούσαν τη δεύτερη τάξη στην κοινωνική ιεραρχία σύμφωνα με τη νομοθεσία του Σόλωνα (αρχές 6ου αι. π.Χ.), ενώ στη Ρώμη οι equites, πoυ πρωτοεμφανίστηκαν την εποχή του Σέρβιου Τύλλιου τον 3o αι. π.Χ., αποτέλεσαν ενδιάμεση τάξη μεταξύ ευγενών και λαού.
Κατά τον Μεσαίωνα, από τις αρχές του 9ου αι., εμφανίστηκαν μέσα στους κόλπους της φεουδαρχικής κοινωνίας οι ιππότες, έφιπποι πολεμιστές, που αποτελούσαν ιδιαίτερο κοινωνικό στρώμα αλλά και θεσμό, αφού για να γίνει κανείς ιππότης έπρεπε προηγουμένως να χρισθεί. Η αρχή αυτή ανάγεται στο γνωστό ως ανεξάρτητο φέουδο, το οποίο μεταβιβαζόταν στον πρωτότοκο γιο και από το οποίο αποκλείονταν οι νεότεροι αδελφοί. Οι τελευταίοι, που ανήκαν σε μια ανώτερη τάξη αλλά δεν διέθεταν περιουσία, επεδίωκαν με πολεμικές πράξεις και άλλες περιπέτειες να καταλάβουν οικονομική και πολιτική θέση που να ταιριάζει στην κοινωνική τους προέλευση, η οποία δεν τους επέτρεπε να ασχολούνται με καμία παραγωγική δραστηριότητα, όπως για παράδειγμα με το εμπόριο. Έτσι δημιουργήθηκε σε πολλές χώρες της Ευρώπης ένα πλήθος ανυπότακτων και φιλέριδων ενόπλων, οι οποίοι πολλές φορές έσπερναν τον τρόμο με τις βιαιότητες και τις αρπαγές τους. Πράγματι, τα πρώτα ηρωικά μεσαιωνικά ποιήματα που αναφέρονται στην καρολίγγεια περίοδο χαρακτηρίζουν ως ιππότες τους ανθρώπους με άγρια ένστικτα και τους εκτός νόμου. Τον 11o αι. όμως η Εκκλησία, επεμβαίνοντας σε τομείς της δημόσιας ζωής όπου δεν έφτανε η εξουσία καμίας άλλης αρχής, κατόρθωσε να επιβάλει πειθαρχία στους ανθρώπους αυτούς και να στρέψει τη δραστηριότητά τους προς ευγενείς σκοπούς. Έτσι, από ένα άτακτο πλήθος ενόπλων προήλθε ένα είδος αδελφότητας ιπποτών, δηλαδή γενναίων μαχητών (από την τάξη των ευγενών στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά και από άλλα στρώματα) που είχαν αναλάβει την υποχρέωση να χρησιμοποιούν τα όπλα τους μόνο για δίκαιες υποθέσεις, όπως η υπεράσπιση της χριστιανικής πίστης, η προστασία των αδυνάτων και των ορφανών ή των θυμάτων της καταπίεσης και της αδικίας.
Ο τίτλος του ιππότη δεν ήταν κληρονομικός, γι’ αυτό ο κάθε υποψήφιος για να ονομαστεί ιππότης έπρεπε προηγουμένως να αποδείξει πως ήταν άξιος του τίτλου αυτού. Από τον 11o αι. και ύστερα για να ονομαστεί κάποιος ιππότης έπρεπε να προηγηθούν οι απαραίτητες δοκιμασίες και να γίνει επίσημη τελετή. Στους γόνους των ευγενών οικογενειών, η μύηση άρχιζε από την παιδική ηλικία. Μόλις το αγόρι γινόταν επτά ετών, οι γονείς του το εμπιστεύονταν σε έναν ξένο άρχοντα, στον πύργο του οποίου εκπαιδευόταν αρχικά ως ακόλουθος ή ιπποκόμος και αργότερα ως σύντροφος του πάτρωνά του στο κυνήγι, στα ταξίδια και στον πόλεμο. Μάθαινε να ιππεύει, να κονταρομαχεί στους αγώνες και τέλος να πολεμά. Παράλληλα μάθαινε τους κανόνες της ιπποτικής συμπεριφοράς, η οποία απαιτούσε κάθε σημαντική πράξη της ζωής του να γίνεται σύμφωνα με μια περίπλοκη και αυστηρή εθιμοτυπία. Όταν ολοκληρωνόταν το τελευταίο μέρος της μαθητείας του ως ιπποκόμου και ο νεαρός είχε αποδειχθεί έμπειρος, ιδιαίτερα στο κυνήγι και στον πόλεμο, σε ηλικία 20 ετών γινόταν τελικά ένοπλος ιππότης. Αρχικά, η τελετή ήταν απλούστατη και περιοριζόταν στην παράδοση του ξίφους και καμιά φορά των σπιρουνιών στον υποψήφιο από τον πατέρα ή από τον πάτρωνα· αργότερα όμως η τελετή άρχισε να γίνεται όλο και πιο περίπλοκη και εντυπωσιακή. Ύστερα από ένα καθαρτήριο λουτρό, ο υποψήφιος εξομολογείτο, ντυνόταν στα άσπρα, περνούσε μία νύχτα άυπνος και προσευχόμενος, μεταλάμβανε, μετά φορούσε μία κόκκινη στολή (σύμβολο ότι ήταν πρόθυμος, όταν τον καλούσε η ανάγκη, να χύσει το αίμα του) και τέλος έπαιρνε τα όπλα του, που είχαν ευλογηθεί, και ορκιζόταν ότι θα τα χρησιμοποιούσε μόνο για ιερούς και δίκαιους σκοπούς, όπως τους είχε καθορίσει η Δυτ. Καθολική Εκκλησία.
Ο ι. άφησε βαθιά ίχνη στην ιστορία και στη διαμόρφωση των ηθών. Από τους ιππότες η Εκκλησία ζήτησε και πέτυχε να καθιερωθεί λίγο πριν από τα μέσα του 11ου αι. η ανακωχή του Θεού, δηλαδή η αναστολή κάθε πολεμικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια ορισμένων ημερών τους έτους (όπως π.χ. κατά τις ημέρες των Παθών, πριν από το Πάσχα). Πλήθος ιπποτών ανταποκρίθηκαν στην έκκληση των παπών να πάρουν μέρος στις σταυροφορίες, οι οποίες, μεταξύ άλλων, έδωσαν σε ορισμένους από αυτούς τη δυνατότητα να αποκτήσουν δικά τους φέουδα στις χώρες της Ανατολής. Ιδιαίτερα κατά την Α’ Σταυροφορία (1096-99), που έγινε με έκκληση του πάπα Ουρβανού B’, οι ιππότες συνέβαλαν ουσιαστικά με τους ηρωικούς και συχνά πολύ αιματηρούς αγώνες τους. Κατά τους χρόνους των σταυροφοριών εμφανίστηκαν τα ιπποτικά τάγματα, όμοια με τα μοναχικά· τα μέλη τους, εκτός από τον όρκο του μοναχού, ορκίζονταν να πολεμούν για την πίστη και την Εκκλησία εναντίον των απίστων.
Ο ιππότης, φορέας του πνεύματος της δικαιοσύνης, μεγαλόψυχος, αφιλοκερδής, αφοσιωμένος στην εκλεκτή του, στην οποία αφιέρωνε τα κατορθώματά του, υπήρξε ο ιδανικός τύπος της μεσαιωνικής κοινωνίας από τον 11ο έως τον 15o αι. Τα κατορθώματα των ιπποτών αποτέλεσαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το υλικό μιας μεγάλης ποιητικής παράδοσης (ιπποτική ποίηση), όπως υλικό για την ποίηση αποτέλεσαν και οι πιστοί έρωτές τους μέσα στα κάστρα, που από σκοτεινοί προμαχώνες της ζωής έγιναν κέντρα αβρότητας, γενναιοψυχίας και πολιτισμού. Τελικά ο ι. και πολλά από τα ιδανικά του άρχισαν να φθίνουν κατά τον 15o αι. εξαιτίας της αποσύνθεσης της φεουδαρχικής κοινωνίας και εξαφανίστηκαν μαζί με αυτήν.
ιπποτικά τάγματα.Γεννήθηκαν κατά τον Μεσαίωνα με τον σκοπό να θέσουν το ξίφος τους στην υπηρεσία της πίστης και κατά συνέπεια των αδυνάτων, των αρρώστων και των καταπιεζομένων. Δέσμευαν τα μέλη τους με θρησκευτικούς όρκους και απαιτούσαν απόλυτη πίστη και βαθύ πνεύμα θυσίας. Από τα πρώτα γνωστά τάγματα ήταν αυτό του Αγίου Λαζάρου, που ιδρύθηκε πριν από το έτος 1000, με σκοπό τη θεραπεία και την προστασία των λεπρών. Λίγο μεταγενέστερο είναι το τάγμα των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, σήμερα της Μάλτας, το οποίο ακολούθησαν, πάντοτε στα πλαίσια των πρώτων σταυροφοριών, τα ιπποτικά τάγματα των Ναϊτών (1118), των Τευτόνων (1191), που περιλάμβανε τους Γερμανούς ευγενείς, κ.ά.
Η ανάγκη να αναχαιτιστούν οι επιδρομές των Σαρακηνών και η αραβική επέκταση δημιούργησε τον θεσμό ειδικών ιπποτικών ταγμάτων στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, από τα οποία γνωστότερα ήταν τα τάγματα της Καλατράβα (1158), του Αγίου Ιωάννη της Σπάθης (1175), στην Ιταλία το τάγμα του Αγίου Στεφάνου, που ίδρυσε ο Κοσμάς των Μεδίκων το 1560, κ.ά.
Η δημιουργία εθνικών κρατών και η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια των μοναρχών είχαν αποτέλεσμα τη διάλυση πολλών ιπποτικών ταγμάτων, ενώ άλλα κατέληξαν να αποτελούν απλούς τιμητικούς τίτλους, που απονέμονταν κατά την κρίση των διαφόρων ηγεμόνων. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκει το Τάγμα της Περικνημίδας στην Αγγλία, το Τάγμα του Χρυσού Δέρατος, που ίδρυσε ο Φίλιππος της Βουργουνδίας το 1429, η Λεγεώνα της Τιμής, που ίδρυσε ο Ναπολέων Βοναπάρτης το 1802 κ.ά.
ιπποτική ποίηση.Μαζί με τον ι., τον πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό θεσμό του φεουδαρχικού καθεστώτος, γεννήθηκε και η ιπποτική ποίηση, που ύμνησε τα πολεμικά κατορθώματα και τα αισθήματα των ιπποτών. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η βαθιά προσήλωσή της στους θεσμούς και στις απαιτήσεις της εποχής της. Είναι συνεπώς εξαιρετικά ευαίσθητη απέναντι σε ανανεώσεις κοινωνικού (η γένεση μιας τάξης φεουδαρχών ευγενών από τα ερείπια ενός ενιαίου κράτους), ηθικού (η άμεση σχέση μεταξύ φεουδαρχών και μονάρχη), ιδεολογικού (η παρεμβολή του χριστιανισμού στη διαμόρφωση της πολιτικής πραγματικότητας) και συναισθηματικού χαρακτήρα (η γένεση του ιπποτικού έρωτα, με την έννοια μιας αληθινής λατρείας, γνήσια ηθικής, παρά απλής αυθόρμητης συμπεριφοράς). Η κλειστή αυλική προέλευση του ποιητικού αυτού είδους, με τη στατική θεματολογία του, είναι η αιτία που σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέληξε σε μια καθαρά φορμαλιστική άσκηση, με την οποία ο ποιητής απέβλεπε κυρίως στο να ψυχαγωγήσει με κομψό και ευχάριστο τρόπο το κοινό στο οποίο απευθυνόταν. Από την άποψη αυτή συνδέθηκε με την, συχνά πιο ελεύθερη απέναντι στην κοινωνία και στους θεσμούς της, ποίηση που άνθησε στις αυλές της Προβηγκίας (ποίηση των τροβαδούρων).
Στη Γαλλία οι πρώτες εκδηλώσεις ιπποτικής ποίησης παρουσιάστηκαν τον 12o αι., από την κλασική λατινική παράδοση. Αξίζει να αναφερθούν το Μυθιστόρημα των Θηβών κατά τη Θηβαΐδα του Στατίου, το Μυθιστόρημα του Αινεία (περ. 1160) και το Μυθιστόρημα τηςΤροίας (1165-70) από την Αινειάδα και το Πύραμοςκαι Θίσβη, που είναι εμπνευσμένο από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου. Μια άλλη ομάδα ποιητών συνδέεται με την ελληνοβυζαντινή παράδοση, μεταξύ των οποίων ο Κρετιέν ντε Τρουά, συγγραφέας του έργου Κλιγκές καθώς και άλλων αξιόλογων ιπποτικών μυθιστορημάτων, όπως τα Λαvσελότος, Ιβέν, Περσεβάλ κ.ά., που ανήκουν στον βρετονικό κύκλο. Την ανώτερη έκφραση της ιπποτικής ποίησης αποτελούν τα ποιήματα του κύκλου αυτού (ή του βασιλιά Αρθούρου) και τα ποιήματα του καρολίγγειου κύκλου. Στον κύκλο της Βρετάνης, εκτός από τα έργα που αναφέρθηκαν, ξεχωρίζουν οι δύο παραλλαγές (μεταξύ 1160 και 1170) του έργου Τριστάνος και Ιζόλδη, η μία του Τομά, πιο έντεχνη και καλοδουλεμένη, και η άλλη του Μπερούλ, πιο λαϊκή. Το πιο γνωστό ποίημα του καρολίγγειου κύκλου και το παλαιότερο συγχρόνως είναι το Άσμα του Ρολάνδου. Το κλίμα αυτού του κύκλου είναι ωστόσο πιο αυστηρό, συνδέεται περισσότερο με τη γαλλική φεουδαρχική πραγματικότητα, είναι λιγότερο φαντασιώδες και λιγότερο επιρρεπές σε συναισθηματικές εκστάσεις απ’ ό,τι του βρετονικού κύκλου.
Στην Ιταλία, η ιπποτική ποίηση διαδόθηκε ευρέως μέσα στις ευνοϊκές συνθήκες που δημιούργησε η φήμη των μεγάλων κύκλων της γαλλικής ιπποτικής ποίησης. Βασική πηγή έμπνευσης υπήρξε γι’ αυτήν ο βρετονικός κύκλος, η επίδραση του οποίου διαπιστώνεται από τις πολλές μεταφράσεις, παραφράσεις και διασκευές του έργου Τριστάνος και Ιζόλδη, που έγιναν από τον 12o έως τον 14o αι. Toν 14o αι. η αφηγηματική λογοτεχνία των αοιδών αντλούσε σε μεγάλο βαθμό από τον βρετονικό και από τον καρολίγγειο κύκλο καθώς και από άλλες πηγές (χρονικά, διηγήματα, ιστορία κλασικών χρόνων, μυθολογία). Χρησιμοποιούσε την ενδεκασύλλαβη οκτάστιχη στροφή (το μέτρο του Λανσελότου, του Τριστάνου, του Ορλάνδου κ.ά.) και απαγγελλόταν ακόμα και στους δρόμους και στις πλατείες από τους διάφορους περιπλανώμενους τροβαδούρους.
Τα έργα όμως των μεγαλύτερων ποιητών του είδους, από το Μοργκάντε έως τον Ερωτευμένο Ορλάνδο του Μπογιάρντο και τον Μαινόμενο Ορλάνδο του Αριόστο, ανήκουν στο λεγόμενο έντεχνο ιπποτικό έπος, που έχει καθαρά λογοτεχνική και λόγια προέλευση. Η ποίηση αυτή δεν εξέφραζε πια μια σύγχρονη ή κοντινή πραγματικότητα. Ο κόσμος των ιπποτών με τα προβλήματα και τα ιδανικά του είχε πλέον εξαφανιστεί· έμεινε ωστόσο η γοητεία του με τους τόσους φανταστικούς θρύλους. Από αυτούς αντλούσαν υλικό και εμπνέονταν οι ποιητές, ξαναζωντανεύοντας, όπως έκανε κυρίως ο Αριόστο, τις παλιές αυτές περιπέτειες. Το είδος επέζησε και σε άλλα κείμενα του 16ου αι., που γράφτηκαν για την ψυχαγωγία ενός κοινού ελάχιστα απαιτητικού και επανεμφανίστηκε τον 17o αι. με στοιχεία ξένα προς το υλικό που είχαν χρησιμοποιήσει οι παλιοί επικοί κύκλοι. Ξεχωριστή όμως θέση, σε εντελώς άλλο επίπεδο, κατέχει η Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ του Τορκουάτο Τάσο, ένα αριστούργημα στο οποίο τα συναισθήματα αναλύονται στις πιο λεπτές αποχρώσεις τους· το έργο αυτό μπορεί να θεωρηθεί προμήνυμα του ψυχολογικού μυθιστορήματος.
Στην Ιβηρική χερσόνησο η ιπποτική ποίηση είχε γαλλική προέλευση. To Amadis de Gaula, που είναι το σημαντικότερο ισπανικό ιπποτικό ποίημα, φαίνεται ότι είχε την προέλευσή του στον βρετονικό κύκλο. Το έργο εμφανίστηκε στην τελική του μορφή από τον Γκαρθία Ροντρίγκεθ ντε Moντάλμπο (1508), αλλά φαίνεται ότι είχαν προηγηθεί και άλλες συνθέσεις για το ίδιο θέμα. Άλλα πάλι ποιήματα, όπως το Baladrodel Sabio Merlin, έχουν πρότυπό τους αντίστοιχα ιταλικά και άλλα δεν παρουσιάζουν ξένες επιδράσεις, αλλά στηρίζονται μόνο σε δικό τους υλικό, όπως για παράδειγμα το Palmarin de Inglaterra, το Carcel de Amor κ.ά. Ξεχωριστή θέση κατέχει το περιφημότερο απ’ όλα, το Cantar del mio Cid, ισπανικό έπος που αντικατοπτρίζει τον μακραίωνο αγώνα των ιβηρικών λαών εναντίον των Αράβων εισβολέων και κατατάσσεται στα κείμενα που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης. Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι στην Ισπανία οι μύθοι της ιπποτικής λογοτεχνίας γνώρισαν ειρωνική αναβίωση με τον Θερβάντες(βλ. λ.).
Αλλά και στην Αγγλία η γαλλική επίδραση ήταν εκείνη που προκάλεσε αληθινή άνθηση της ιπποτικής ποίησης. Υπήρξαν ωστόσο και εκδηλώσεις γνήσια τοπικές. Για παράδειγμα, στην Ιστορία των Βρετανών (του Νένιου, 8ος αι.) υπάρχουν στοιχεία ενός θρύλου για τον βασιλιά Αρθούρο, ενώ τον 12o αι. ο Γοδεφρείδος του Μόνμαθ αρχίζει τον κύκλο του Αρθούρου με την Ιστορία τωνβασιλιάδων της Βρετανίας. Το πρώτο αγγλικό ιπποτικό ποίημα είναι το Brut του Λέγιαμον, από το οποίο εμπνεύστηκε, κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., ο Τόμας Μάλορι τον Θάνατο του Αρθούρου, μετάπλαση σε πεζό των θρύλων γύρω από τον Αρθούρο. Η γαλλική επίδραση υπήρξε όμως αρκετά ισχυρή. Τα αγγλικά κείμενα συνδέθηκαν πράγματι με γαλλικούς θρύλους και όταν το θέμα είχε σκανδιναβική ή αγγλοσαξονική προέλευση, το έργο ήταν γραμμένο γαλλικά. Από το πλήθος αυτών των θεμάτων και των κειμένων εμπνεύστηκε ο Τσόσερ τις Ιστορίες του Καντέρμπουρι.
Τα πρώτα ιπποτικά ποιήματα της γερμανικής παράδοσης (12ος αι.) ακολούθησαν το γαλλικό πρότυπο, όπως το Τραγούδι τουΑλέξανδρου (1138) του ιερωμένου Λάμπρεντ, πρώτη γερμανική αφήγηση του θρύλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το Τρίστραντ του Άιλχαρτ φον Όμπεργκε (περ. 1170) κ.ά., ανάμεσα στα οποία το Ενέιτ (περ. 1170-90) του Χάινριχ φον Φέλντεκε, ο οποίος εγκαινίασε την αυλική γερμανική επική ποίηση. Η πιο ρωμαλέα ποιητική έκφραση εμφανίστηκε στα μυθιστορήματα του Χάρτμαν φον Άουε και κυρίως στον Βόλφραμ φον Έσενμπαχ με τον θρύλο του Πάρσιφαλ (περ. 1200-10), διαποτισμένο από χριστιανικό μυστικισμό, και στον Γκότφριντ φον Στράσμπουργκ με το μισοτελειωμένο Τριστάνος και Ιζόλδη (περ. 1210). Πρέπει επίσης συμπληρωματικά να αναφερθεί ο θρύλος του Τραγουδιού των Νιμπελούνγκεν (περ. 1200-4), ο οποίος όμως μόνο ως προς την περιγραφή ορισμένων ηρώων ανήκει στην ιπποτική παράδοση.
Στον ελληνικό χώρο υπήρξε αντίστοιχη ιπποτική ποίηση, που αντιπροσωπεύεται από τα ακριτικά τραγούδια, το έπος του Διγενή Ακρίτα, το Χρονικό του Μορέως (14ος αι.), το ιπποτικό μυθιστόρημα Αχιλληίς του 15ου αι. και μια σειρά ιπποτικών έμμετρων μυθιστορημάτων (ΙμπέριοςκαιΜαργαρώνα, ΦλώριοςκαιΠλατζιαφλώρα, ΚαλλίμαχοςκαιΧρυσορρόη, ΒέλθανδροςκαιΧρυσάντζα και ΛίβιστροςκαιΡοδάμνη) που παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους και είναι φανερά επηρεασμένα από την ιπποτική ποίηση της Δύσης. Τα έργα αυτά, στα οποία αφθονούν και τα ανατολικά και τα αρχαία ελληνικά στοιχεία, ανήκουν στον 14o και στον 15o αι. και είναι γραμμένα σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους. Η κατάταξή τους με ακρίβεια σε ένα ορισμένο χρονικό ή τοπικό πλαίσιο και η απόδοσή τους σε έναν συγκεκριμένο συγγραφέα είναι δύσκολη. Κοινή είναι η υπόθεσή τους: δύο ερωτευμένοι νέοι, παρά τις ατέλειωτες περιπέτειές τους και τις δοκιμασίες τους, κατορθώνουν τελικά να ενωθούν. Τα έργα Βέλθανδρος καιΧρυσάντζα και ΛίβιστροςκαιΡοδάμνη, αντίθετα με τα τρία προηγούμενα, τα οποία παρά την ελληνικότατη μορφή τους περιγράφουν καθαρά δυτικά ιπποτικά ήθη, είναι περισσότερο απομακρυσμένα από τα ξένα πρότυπα, έχουν έντονο ελληνικό λαϊκό χρώμα και είναι ποιοτικά ανώτερα.
Μικρογραφία του 14ου αι. από χειρόγραφο βρετανικού μυθιστορήματος.
* * *ο [ιππότης]1. ο μεσαιωνικός θεσμός τών ιπποτών2. η ιδιότητα τού ιππότη, η ιπποτική συμπεριφορά3. ευγένεια στους τρόπους, λεπτότητα στη συμπεριφορά, γενναιότητα, εντιμότητα.
Dictionary of Greek. 2013.